- περικάδομαι
- περικᾱδομαι1 care for c. gen. (Διόσκουροι)
ἀγώνων μοῖραν Ἑρμᾷ καὶ σὺν Ἡρακλεῖ διέποντι θάλειαν, μάλα μὲν ἀνδρῶν δικαίων περικαδόμενοι N. 10.54
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἀγώνων μοῖραν Ἑρμᾷ καὶ σὺν Ἡρακλεῖ διέποντι θάλειαν, μάλα μὲν ἀνδρῶν δικαίων περικαδόμενοι N. 10.54
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
περικάδομαι — Α (δωρ. τ.) βλ. περικήδομαι … Dictionary of Greek
περικήδομαι — και δωρ. τ. περικάδομαι Α φροντίζω και ανησυχώ πάρα πολύ για κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κήδομαι «φροντίζω»] … Dictionary of Greek