περικάδομαι

περικάδομαι
περικᾱδομαι
1 care for c. gen. (Διόσκουροι)

ἀγώνων μοῖραν Ἑρμᾷ καὶ σὺν Ἡρακλεῖ διέποντι θάλειαν, μάλα μὲν ἀνδρῶν δικαίων περικαδόμενοι N. 10.54


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • περικάδομαι — Α (δωρ. τ.) βλ. περικήδομαι …   Dictionary of Greek

  • περικήδομαι — και δωρ. τ. περικάδομαι Α φροντίζω και ανησυχώ πάρα πολύ για κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κήδομαι «φροντίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”